- μέσσαυλος
- μέσσαυλος, [full] μέσσαυλον, [full] μεσσηγύ, [suff] μεσπιλ-γύς, v. μες-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέσσαυλος — μέσσαυλος, ον (Α) (επικ. τ.) βλ. μέσαυλος … Dictionary of Greek
μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… … Dictionary of Greek